- αείκλαυτος
- ἀείκλαυτος, -ον (AM)βλ. αείκλαυστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεικλαύτοισι — ἀείκλαυτος filled with perpetual lamentation masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] … Dictionary of Greek